ἐνάγω — lead in pres subj act 1st sg ἐνάγω lead in pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάγω — (AM ἐνάγω) 1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή 2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ούσα, ον στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή… … Dictionary of Greek
ενάγω — ενήγαγα, ενάχτηκα, μτβ. 1. (νομ.), κάνω αγωγή εναντίον κάποιου, τον καταγγέλλω. 2. η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ., εναγόμενος, η, ο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνάξομεν — ἐνάγω lead in aor subj act 1st pl (epic) ἐνά̱ξομεν , ἐνάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) ἐνάγω lead in fut ind act 1st pl ἐνάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάγαγε — ἐνάγω lead in aor imperat act 2nd sg ἐνά̱γαγε , ἐνάγω lead in aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐνάγω lead in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάγῃ — ἐνάγω lead in pres subj mp 2nd sg ἐνάγω lead in pres ind mp 2nd sg ἐνάγω lead in pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάξει — ἐνάγω lead in aor subj act 3rd sg (epic) ἐνάγω lead in fut ind mid 2nd sg ἐνάγω lead in fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγαγόντων — ἐνάγω lead in aor part act masc/neut gen pl ἐνάγω lead in aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγομένων — ἐνάγω lead in pres part mp fem gen pl ἐνάγω lead in pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγάγῃ — ἐνάγω lead in aor subj mp 2nd sg ἐνάγω lead in aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγόμενον — ἐνάγω lead in pres part mp masc acc sg ἐνάγω lead in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)